ενετήρια

ενετήρια
ἐνετήρια, τα (Α) [ενίημι]
τα χρήματα που πλήρωνε ένας έποικος για να γίνει δεκτός από μία πολιτεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”